Μνημόνιο με “ανθρώπινο πρόσωπο” και με συμφέρουσες ιδιωτικοποιήσεις;




Μνημόνιο με “ανθρώπινο πρόσωπο”;
γράφει ο Σωτήρης Κοντογιάννης

Η σκηνή της βεβιασμένης αποχώρησης του Γερούν Ντάισελμπλουμ, με τα μούτρα ξινισμένα, από την κοινή συνέντευξη τύπου μετά τις συνομιλίες με τον Γιάνη Βαρουφάκη παρέπεμπε σε εικόνα «σκληρής διαπραγμάτευσης» και προβλήθηκε έτσι από τα ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας τη «γλώσσα του σώματος». Αλλά η συνέχεια που ακολούθησε είναι η αναζήτηση του συμβιβασμού ανάμεσα στη νέα κυβέρνηση και τα επιτελεία της ΕΕ.
Το 2015 είναι μια δύσκολη χρονιά για την Ελλάδα: συνολικά μέσα στο χρόνο το ελληνικό δημόσιο πρέπει να εξασφαλίσει, για την εξόφληση παλαιότερων δανείων (με τους τόκους τους) περίπου 22 δισεκατομμύρια. Όπως γράφει η τελευταία έκθεση του κοινοβουλευτικού Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους:
 
“Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου 7 δισ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015, όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για 8,8 δισ. ευρώ για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους”.
 
Ο προϋπολογισμός -που έχει συνταχθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση- υπολόγιζε να αποπληρωθεί ένα μεγάλο κομμάτι από αυτές τις υποχρεώσεις από την ανείσπρακτη μέχρι σήμερα τελευταία δόση των 7 δισεκατομμυρίων των μνημονίου. Προϋπόθεση για την εκταμίευση της δόσης ήταν η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η αποδοχή των σκληρών όρων που είχε θέσει η Τρόικα.
 

Χωρίς δόση

 

Στην συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα New York Times ο Βαρουφάκης ήταν κατηγορηματικός: “Δεν τα θέλουμε τα 7 δις”. Την περασμένη Κυριακή, μιλώντας από το Παρίσι, ήταν ακόμα πιο γλαφυρός:  η Ελλάδα, είπε, δεν χρειάζεται άλλα δάνεια από την Τρόικα. Η νέα κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τελειώσει την “εξάρτηση” της από τα μνημόνια. Η Ελλάδα, είπε, παρομοιάζοντας τις δόσεις με ναρκωτικά “θα μείνει στεγνή”. Χωρίς δόση δεν υπάρχει, φυσικά, ούτε Τρόικα για να βάζει τους όρους της εκταμίευσής της. Το δημοσιονομικό κενό, όμως, των 7 δις δεν μπορεί να εξαφανιστεί με τόσο μαγικούς τρόπους.
 
Ούτε η απειλή της διακοπής της παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να εξαφανιστεί με μαγικό τρόπο. Στις 28 Φλεβάρη τελειώνει η δίμηνη παράταση του \"προγράμματος\" που είχε ζητήσει η κυβέρνηση του Σαμαρά. Ο Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της ΕΚΤ έχει απειλήσει ότι θα σταματήσει να καλύπτει τις ελληνικές τράπεζες μετά την ημερομηνία αυτή, αν η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε \"πρόγραμμα\". 
 
“Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι”, γράφει η εφημερίδα Financial Times, “έχει πει ότι ετοιμάζεται για μια άγρια διαπραγμάτευση πάνω στη ρευστότητα των τραπεζών -μια παρόμοια ταχτική με αυτή που χρησιμοποιήθηκε τον Μάρτη του 2013 στην Κύπρο και που ανάγκασε την Λευκωσία να δεχτεί τους σκληρούς όρους”. 
 
Στην πραγματικότητα, όμως, οι πιθανότητες να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα είναι πολύ μικρές. Τα μάτια όλου του κόσμου είναι στραμένα πάνω στην Ελλάδα σήμερα. Ο Ντράγκι, γράφει και πάλι η εφημερίδα Financial Times, έχει επίγνωση των πολιτικών κινδύνων που θα είχε μια αναμέτρηση ανάμεσα στους κεντρικούς τραπεζίτες -που δεν έχουν εκλεγεί ποτέ από κανέναν- και την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
 
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα. Στη συνέντευξή του στους New York Times, ο Βαρουφάκης μόνο ακραίος δεν ήταν: “Το μόνο που ζητάμε”, είπε, “είναι μια ευκαιρία για να ετοιμάσουμε μια πρόταση που θα ελαχιστοποιήσει το κόστος των δανειακών συμφωνιών της Ελλάδας και θα δώσει στη χώρα μια ευκαιρία να ανασάνει και πάλι ύστερα από πολιτικές που δημιούργησαν μαζική κοινωνική εξαχρείωση”. Ο στόχος μας, είπε, δεν είναι να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Και δεσμεύτηκε όχι μόνο για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αλλά και για τη συνέχιση της πολιτικής των πρωτογενών πλεονασμάτων -που χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους. 
 
Απλά ο ρυθμός αυτής της απομύζησης του ελληνικού λαού χάριν των πιστωτών \"μας\" θα πρέπει να μειωθεί, σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, από το 4.5% του ΑΕΠ -όπως όριζε το παλιό πρόγραμμα- στο 1-1.5% του ΑΕΠ. 
 
"Δεν θα κάνουμε αυτά που θέλουμε, αλλά αυτά που μπορούμε\", όπως έλεγε στη Θεσσαλονίκη ο Τσίπρας. Ο στόχος της νέας κυβέρνησης δεν είναι να απαλλαγούμε από τα μνημόνια: αυτό που διεκδικεί είναι ένα μνημόνιο με ανθρώπινο πρόσωπο.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Η νέα κυβέρνηση: Υπάρχουν και συμφέρουσες ιδιωτικοποιήσεις;
 
 
Οι μάχες κατά των ιδιωτικοποιήσεων ήταν σκληρές τα μνημονιακά χρόνια. Ήταν επίσης από τις βασικές κόντρες πάνω στις οποίες πάτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, με υποσχέσεις για αναστολή τους, για να αναδειχτεί πρώτο κόμμα. Λιμάνια, αεροδρόμια, ΔΕΗ, παραλίες ήταν στον κατάλογο των μνημονιακών ξεπουλημάτων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει.
Οι πρώτες δηλώσεις των νέων υπουργών ήταν αντίστοιχες των προεκλογικών δεσμεύσεων. “Θα προχωρήσουμε στη διακοπή κάθε ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ”, ανακοίνωσε ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Παναγιώτης Λαφαζάνης, “Η ΔΕΗ θα επανέλθει στο Δημόσιο, ως δημόσια επιχείρηση η οποία θα λειτουργήσει σε όφελος της ανάπτυξης και με κριτήρια αποκλειστικά παραγωγικά και περιβαλλοντικά”.
 
“Η κεντρική τοποθέτηση της κυβέρνησης είναι ότι θα σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις των υποδομών που εξυπηρετούν και μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της χώρας”, δήλωσε επίσης ο αναπληρωτής υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, αναφορικά με το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων των περιφερειακών αεροδρομίων.
 
“Σταματά η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, αποτρέπουμε την καταστροφική επιλογή της πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου του ΟΛΠ και του ΟΛΘ”, είπε ο αναπληρωτής υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας.
 
Ενώ τις παραιτήσεις του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου του ΤΑΙΠΕΔ ζήτησε η αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη, “παγώνοντας” κάθε διαδικασία και προαναγγέλοντας έτσι την κατάργηση του Ταμείου.
 
Ωστόσο και σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο, οι οπισθοχωρήσεις δεν άργησαν να έρθουν. Όπως έγραψε η Εφημερίδα των Συντακτών τη Δευτέρα 2/2: “Σε νέου τύπου αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες θα συνδυαστούν ακόμα και με διακρατικές συμφωνίες στις περιπτώσεις «κλεισμένων» συμφωνιών (όπως ο ΔΕΣΦΑ του οποίου το 67% των μετοχών εξαγοράστηκε από την κρατική εταιρία του Αζερμπαϊτζάν, Socar) και δεν τίθεται σε καμιά περίπτωση θέμα ακύρωσής τους, προσανατολίζεται η νέα κυβέρνηση. Οι βασικοί άξονες του προγράμματος, το οποίο θα εφαρμοστεί από έναν νέο φορέα (και όχι από το ΤΑΙΠΕΔ), θα γίνουν γνωστοί με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης τις επόμενες μέρες”.
 
Είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις Δρίτσα σε σχέση με την COSCO, μετά τη συνάντηση που είχε ο ίδιος και ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης με αντιπροσωπεία της κινεζικής πρεσβείας στην Αθήνα υπό τον πρεσβευτή Zou Xiaoli, ότι “Δεν προτίθεται η νέα κυβέρνηση να αμφισβητήσει συμβάσεις που έχουν υπογραφεί κι έχουν λειτουργήσει. Στο πλαίσιο της γενικής μας εξαγγελίας, δεν αιφνιδιάζουμε κανέναν, είναι ανοικτός ο διάλογος. Από κει και πέρα, επιβεβαιώσαμε και χτες, τις αναπτυξιακές προοπτικές στη συνεργασία Ελλάδας - Κίνας, υπάρχει ένα πεδίο εξαιρετικά ελπιδοφόρο και σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται κι οι υπάρχουσες συμβάσεις”.
 

Ξεπούλημα

 

Αυτό που δεν διευκρίνισε βέβαια ο υπουργός είναι για ποιου το συμφέρον έχει λειτουργήσει το ξεπούλημα του λιμανιού στην COSCO. Σίγουρα όχι των εργαζόμενων της πολυεθνικής που ξεσηκώθηκαν το περασμένο καλοκαίρι ενάντια στα χαμηλά μεροκάματα, τα ελαστικά ωράρια, τις ατομικές συμβάσεις, τα αδήλωτα εργατικά ατυχήματα, τις απειλές και τους εκβιασμούς της εργοδοσίας.
 
Την πιο καθαρή δήλωση όμως για το θέμα την έκανε ο νέος υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης λέγοντας στην εφημερίδα Le Monde ό,τι “εν μέσω μίας κρίσης αποπληθωρισμού, δεν είναι πολύ έξυπνο να πουλήσει κανείς τα οικογενειακά κοσμήματα για ψίχουλα. Είναι περισσότερο σώφρον να αναπτύξουμε τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους για να αυξήσουμε την αξία τους χρησιμοποιώντας έξυπνα μέσα χρηματοδότησης για να ενισχύσουμε την οικονομία μας”, συμφωνώντας με τους άλλους υπουργούς ότι “δεν είναι συνετή η ανάκληση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ολοκληρωθεί”. Με άλλα λόγια το πρόβλημα δεν είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, αυτό που θα αλλάξει είναι ο τρόπος και ο χρόνος που αυτές γίνονται.
 
 

Σχόλια